εμουλσίνη

εμουλσίνη
Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β-γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών, ιδιαίτερα στα γλυκά και πικρά αμύγδαλα και στους πυρήνες των κερασιών. Συμπεριφέρεται ως πολύ δραστικό ένζυμο εξαιτίας της σύνθετης φύσης της (περιέχει β-γλυκάση, κυανάση, αμυγδαλάση, λακτάση και άλλα ένζυμα) και κατά την επίδρασή της στους β-γλυκοζίτες δίνει γλυκόζη και το μη υδατανθρακικό τμήμα του ετεροζίτη. Η δράση της είναι αντιστρεπτή γιατί, όπως έχει αποδειχτεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στη σύνθεση των γλυκοζιτών.
* * *
η
χημική ουσία που περιέχεται στα αμύγδαλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προυλαουρασίνη — η, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης τών φύλλων τής δαφνοκεράσου, ο οποίος, υπό την επίδραση τού ενζύμου εμουλσίνη, δίνει με υδρόλυση γλυκόζη, βενζοϊκή αλδεΰδη και υδροκυάνιο, αλλ. προυλαουρασοζίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. prulaurasine < prulauras (<… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”